- ἀμφίκαυστις
- ἀμφίκαυστις or [suff] ἀμφί-καυτις, εως, ἡ : ([etym.] καίω):—II Com., pudenda, Cratin.381.III epith. of Demeter, Hsch.1.c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] … Dictionary of Greek
καύστις — καῡστις, εως, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις*, ώριμο στάχυ κριθαριού 2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις επίκληση τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος τού καύστης*] … Dictionary of Greek